λικερτίζω

From LSJ
Revision as of 05:38, 29 July 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ρτᾱν" to "ρτᾶν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

French (Bailly abrégé)

= σκιρτάω Hsch.
Étymologie: DELG cf. ληκάω.

Greek Monolingual

λικερτίζω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λικερτίζειν
σκιρτᾶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι, πιθ., εσφαλμένη γραφή του τ. ἀσκαρίζω «σκιρτώ, πηδώ». Κατ' άλλους, ο τ. συνδέεται με τους ληκάω, λάξ και λακτίζω.