дромадер
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Russian (Dvoretsky)
δρομοκάμηλος, κάμηλος δρομάς, δρομάς, δρομὰς κάμηλος, δρομαία κάμηλος, δρομαδάριος