ἀστονάχητος

Revision as of 16:55, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

English (LSJ)

ον, = ἄστονος (without sighs), IG 14.2111.

German (Pape)

[Seite 376] = folgdm, Ep. ad. 696 (App. 337).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστονάχητος: -ον, = τῷ ἑπ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 337.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne gémit pas.
Étymologie: , στοναχέω.

Spanish (DGE)

-ον que no gime, γραῦς IUrb.Rom.1356.3 (I/II d.C.).

Greek Monotonic

ἀστονάχητος: -ον (στοναχέω), αυτός που αφαιρεί τους στεναγμούς, παρηγορητικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστονάχητος: Anth. = ἀστένακτος.

Middle Liddell

στοναχέω
without sighs, Anth.