ἀδιαπτώτως
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
Russian (Dvoretsky)
ἀδιαπτώτως:
1) безошибочно (τὰ γινόμενα προλέγειν Plut.);
2) безусловно, неукоснительно (παραγενέσθαι Polyb.).