ἐπιπολαίως
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπολαίως:
1) на поверхности (ἐ. ἐν τῇ γῇ Arst.; οὐκ ἐ., ἀλλ᾽ ἐν πηγαῖς Plut.);
2) поверхностно, слегка (ὁρίζεσθαι, στέργειν Arst.).