ἀδιαπτώτως
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Russian (Dvoretsky)
ἀδιαπτώτως:
1) безошибочно (τὰ γινόμενα προλέγειν Plut.);
2) безусловно, неукоснительно (παραγενέσθαι Polyb.).
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
ἀδιαπτώτως:
1) безошибочно (τὰ γινόμενα προλέγειν Plut.);
2) безусловно, неукоснительно (παραγενέσθαι Polyb.).