μεταρσιολεσχία

Revision as of 16:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ἡ, A = μετεωρολογία, Plu.Per.5.

German (Pape)

[Seite 153] ἡ, = μετεωρολογία, mit einer verächtlichen Nebenbedeutung des Schwatzens; Plut. Pericl. 5; D. L. 5, 43.

Greek (Liddell-Scott)

μεταρσιολεσχία: ἡ, = μετεωρολογία, Πλουτ. Περικλ. 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bavardage dans les nues, càd sur des questions ardues ou inabordables.
Étymologie: μετάρσιος, λέσχη.

Greek Monolingual

μεταρσιολεσχία, ἡ (Α) μεταρσιολέσχης
η φλυαρία σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα.

Greek Monotonic

μεταρσιολεσχία: ἡ (λέσχης), = μετεωρολογία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μεταρσιολεσχία:
1) беседа о возвышенном, небесном Plut.;
2) высокопарная болтовня Plut., Diog. L.

Middle Liddell

μεταρσιο-λεσχία, ἡ, λέσχης = μετεωρολογία, Plut.]