δημόσια
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Greek Monolingual
η
βλ. δημόσιος.
Russian (Dvoretsky)
δημόσια:
I τά
1) общественная казна, государственные доходы Arph., Arst., Polyb.;
2) государственные дела (τὰ δ. πράττειν Plut.).
II adv. Arph. = δημοσίᾳ 2.