государственные дела

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Russian > Greek

πολιτεία, πολιτηΐη, δημόσια, πράγμα, πρῆγμα, πρῆχμα