Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
περίεργον: τό1) чрезмерная изысканность (τῆς κόμης Luc.);2) pl. пустяки (τὰ περίεργα πρᾶξαι NT).