εὐαδίκητος

Revision as of 10:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

[ῐ], ον, (ἀδικέω) A liable to wrong, And.4.15, Luc.Tim. 32, Hipparch. ap. Stob.4.4.4. II Medic., easily injured, Sor.1.47, 106, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.16, Gal.10.542.

German (Pape)

[Seite 1055] der leicht zu beleidigen ist, schwach, Andoc. 4, 15; Luc. Tim. 32.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾰδίκητος: -ον, (ἀδικέω) ὁ εὐκόλως ἀδικούμενος, Ἀνδοκ. 31. 7, Λουκ. Τίμ. 32, Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 573. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à qui l’on peut facilement nuire.
Étymologie: εὖ, ἀδικέω.

Greek Monolingual

εὐαδίκητος, -ον (Α)
1. αυτός που αδικείται εύκολα
2. ιατρ. αυτός που παθαίνει βλάβες εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αδικώ].

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰδίκητος: которому нетрудно нанести ущерб, которого можно безнаказанно обижать, безответный Luc.