κρασπεδόω
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
garnir d’une frange, d’une bordure.
Étymologie: κράσπεδον.
Russian (Dvoretsky)
κρασπεδόω: окаймлять, обвивать (κεκρασπεδῶσθαι ὄφεσιν Eur.).