περιφόβως
From LSJ
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
French (Bailly abrégé)
adv.
avec effroi.
Étymologie: περίφοβος.
Russian (Dvoretsky)
περιφόβως: в сильном страхе, в ужасе Plut.