προπηλακιστικῶς

Revision as of 11:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière outrageante.
Étymologie: προπηλακίζω.

Greek Monotonic

προπηλᾰκιστικῶς: επίρρ., προσβλητικά, υβριστικά, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προπηλᾰκιστικῶς: оскорбительно, оскорбляюще (διαλέγεσθαί τινι Dem.).

Middle Liddell

[from προπηλᾰκίζω]
contumeliously, Dem.