χειροποιήτως
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. χειροποίητος.
Russian (Dvoretsky)
χειροποιήτως: ручным трудом, искусственно (γενέσθαι Polyb.).