ἀπροφασίστως
French (Bailly abrégé)
adv.
sans chercher de prétexte, sans détour, sans hésitation.
Étymologie: ἀπροφάσιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροφᾰσίστως: открыто, явно (ἐπικουρεῖν Thuc.; ποιεῖν τι Xen.; χορηγεῖν κατὰ γῆν Polyb.; ἀ. καὶ προθύμως Plut.).
English (Woodhouse)
(see also: ἀπροφάσιστος) unhesitatingly