ἐκτόπως
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière étrange, extraordinaire.
Étymologie: ἔκτοπος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτόπως: необычайно, чрезвычайно Arst., Polyb., Luc., Plut.