ἐμπαθῶς
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
French (Bailly abrégé)
adv.
avec passion ou émotion;
Cp. ἐμπαθέστερον, Sp. ἐμπαθέστατα.
Étymologie: ἐμπαθής.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπᾰθῶς: страстно, взволнованно (λαβόμενος τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ καὶ πιέσας ἐ. Polyb.; ἐ. καὶ μετὰ πολλῶν δακρύων Plut.): ἐ. προσκεῖσθαί τινι Plut. быть страстно преданным чему-л.