ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Λῐπᾰραῖος: липарский Thuc.: αἱ Λιπαραῖαι νῆσοι Polyb. Липарские острова.