καταγελαστικός

Revision as of 13:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ή, όν, A satirical, ὕμνοι Men.Rh.p.337 S. (Comp.). Adv. καταγελαστικῶς = scoffingly, Poll. 5.128.

German (Pape)

[Seite 1341] ή, όν, zum Verspotten geneigt, adv. spöttisch, Poll. 5, 128, adv.

Greek Monolingual

καταγελαστικός, -ή, -όν (Α) καταγελώ
ο χλευαστικός.
επίρρ...
καταγελαστικῶς (Α)
χλευαστικά, εμπαικτικά.

Russian (Dvoretsky)

καταγελαστικός: насмешливый Men.