ὑγρόφθαλμος

Revision as of 14:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A with moist eyes, opp. σκληρόφθαλμος, Arist.PA 648a18, 658a3.

German (Pape)

[Seite 1172] feuchte, schwimmende, schmachtende Augen habend, Ggstz von σκληρόφθαλμος, Arist. partt. an. 2, 2, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ὑγροὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ ἰχθύων, ἀντίθετον τῷ σκληρόφθαλμος, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 2, 8., 2. 13. ἐν τέλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ευκίνητα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλ-όφθαλμος].

Russian (Dvoretsky)

ὑγρόφθαλμος: с влажными глазами (ἰχθύες Arst.).