δυσελπίστως
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
Russian (Dvoretsky)
δυσελπίστως: безнадежно: δ. ἔχειν или διακεῖσθαί τινι Polyb. лишиться надежды на что-л., отчаяться в чем-л.