κατακυκλόομαι
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Russian (Dvoretsky)
κατακυκλόομαι: окружать: κατακυκλωσάμενος τὸν Ἄσχαλιν ἐπολιόρκει Plut. окружив (город) Аскалис, (Серторий) начал осаду.