δρακοντίας

Revision as of 16:06, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")

English (LSJ)

πυρός, ὁ, a wheat A with coarse straw, Thphr.CP3.21.2. 2 δ. πελειάς, ἡ, a kind of pigeon, Nic.Fr.73. 3 δ. σίκυς, = σ. ἄγριος, Euthyd. ap. Ath.3.74b. 4 stone found in a serpent's head, Plin.HN37.158.

German (Pape)

[Seite 664] ὁ, = δρακόντειος, E. M.; – πυρός, eine Weizenart, Theophr.; – σικυός, eine Gurkenart, Ath. III, 74 b; – λίθος, ein Edelstein, Plin.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκοντίας: πυρός, ὁ, εἶδος σίτου, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 21, 2· ― δρακοντίας σικυὸς Ἀθήν. 74Β. 2) δρακοντιὰς πελειάς, ἡ, εἶδος περιστερᾶς, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 395C.

Spanish (DGE)

(δρᾰκοντίας) -ου, ὁ
bot.
1 cierta variedad de trigo Thphr.CP 3.21.2, Plin.HN 18.64.
2 cierta clase de pepino Euthydemus en Ath.74b.
3 v. δρακοντίτης.

Greek Monolingual

δρακοντίας, ο (AM)
μσν.
πολύτιμη πέτρα
αρχ.
1. δρακόντειος
2. φρ. α) «δρακοντίας πυρός» — είδος σιταριού
β) «δρακοντίας σίκυς» — αγγούρι
3. πέτρα που βρίσκεται στο κεφάλι ερπετού.