σίκυς
From LSJ
English (LSJ)
v. σίκυος; σικύς· ὁ γναφεύς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 881] ὁ, = Vorigem; Alcaeus bei Ath. III, 75 e; Diosc.
Greek Monolingual
-υος, η και ο, ΝΑ
νεοελλ.
η καρπουζιά
αρχ.
1. το αγγούρι, ο σίκυος
2. το φυτό σίκυος ο άγριος, η πικραγγουριά, γνωστό, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ονοματολογία, ως Εκκβάλιο το ελατήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σικύα (πρβλ. και σίκυος, βλ. λ. σικύα)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίκυς -υος, ὁ zie σίκυος.