[ᾰ], ου, ὁ, A a 'timocrat' (cf. sq.), Asp.in EN 182.8.
ὁ, Αάρχων κατά τη διάρκεια ισχύος τιμοκρατικού πολιτεύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο-κράτης].