τιμοκράτης

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμοκράτης Medium diacritics: τιμοκράτης Low diacritics: τιμοκράτης Capitals: ΤΙΜΟΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: timokrátēs Transliteration B: timokratēs Transliteration C: timokratis Beta Code: timokra/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, a 'timocrat' (cf. τιμοκρατία), Asp.in EN 182.8.

Greek Monolingual

ὁ, Α
άρχων κατά τη διάρκεια ισχύος τιμοκρατικού πολιτεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο-κράτης].