τιμοκράτης

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμοκράτης Medium diacritics: τιμοκράτης Low diacritics: τιμοκράτης Capitals: ΤΙΜΟΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: timokrátēs Transliteration B: timokratēs Transliteration C: timokratis Beta Code: timokra/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, a 'timocrat' (cf. τιμοκρατία), Asp.in EN 182.8.

Greek Monolingual

ὁ, Α
άρχων κατά τη διάρκεια ισχύος τιμοκρατικού πολιτεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο-κράτης].