συμπροσίσχομαι

Revision as of 08:05, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

English (LSJ)

Pass., A attach oneself to, τινος Plu.2.322f.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροσίσχομαι: παθ., προσκολλῶμαι εἴς τι, τινος Πλούτ. 2. 322F.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s'attacher à.
Étymologie: σύν, προσίσχομαι.

Greek Monolingual

Α
προσκολλώμαι σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πρός + ἴσχω «κρατώ»].

Russian (Dvoretsky)

συμπροσίσχομαι: цепляться, привязываться, льнуть (τῆς Τύχης ἰξευτρίας ἑλκούσης Plut.).