συμπροσίσχομαι
English (LSJ)
Pass., A attach oneself to, τινος Plu.2.322f.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροσίσχομαι: παθ., προσκολλῶμαι εἴς τι, τινος Πλούτ. 2. 322F.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
s'attacher à.
Étymologie: σύν, προσίσχομαι.
Greek Monolingual
Α
προσκολλώμαι σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πρός + ἴσχω «κρατώ»].
Russian (Dvoretsky)
συμπροσίσχομαι: цепляться, привязываться, льнуть (τῆς Τύχης ἰξευτρίας ἑλκούσης Plut.).