πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
περίεργον: τό1) чрезмерная изысканность (τῆς κόμης Luc.);2) pl. пустяки (τὰ περίεργα πρᾶξαι NT).