γεννήτειρα

Revision as of 10:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ἡ, fem. of γεννητήρ, Pl.Cra.410c.

German (Pape)

[Seite 483] ἡ, fem. zum folgdn, Plat. Crat. 410 c.

Greek (Liddell-Scott)

γεννήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ γεννητήρ, Πλάτ. Κρατ. 410C.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
creadora, engendradora γαῖα Pl.Cra.410c, Corp.Herm.Fr.23.52, τύχη Plot.6.8.10
madre dicho de la virgen María ἀληθὴς γ. ἐστι τοῦ λόγου Leont.H.Nest.M.86.1609A.

Greek Monolingual

γεννήτειρα, η (Α)
(θηλ. του γεννητήρ) η γενέτειρα.

Russian (Dvoretsky)

γεννήτειρα:родительница Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεννήτειρα -ας, ἡ γεννάω verwekster, moeder.