συναιτία
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
German (Pape)
[Seite 997] ἡ, Mitursache. S. συναίτιος.
Russian (Dvoretsky)
συναιτία: ἡ соучастница, сообщница (φόνου Aesch.).