Σερίφιος

From LSJ
Revision as of 11:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de Sériphos : βάτραχος ÉL grenouille de Sériphos en parl. d'un muet, parce que ces grenouilles étaient muettes {rem. de Chæréphon : pê confusion de Bailly, car βάτραχος désigne aussi la baudroie, muette comme tous les poissons} ; ὁ Σερίφιος habitant de Sériphos.
Étymologie: Σέριφος.

Greek Monolingual

-α, -ο / Σερίφιος, -ία, -ον, ΝΑ Σέριφος
ο κάτοικος της νήσου Σέριφος ή αυτός που κατάγεται από τη Σέριφο («oὔτ' ἂν ἐγὼ Σερίφιος ὢν ἐγενόμην ἔνδοξος, οὔτε σὺ Ἀθηναῖος», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

Σερίφιος: (ρῑ) ὁ уроженец или житель о-ва Σέριφος Her., Arph., Plat.