Ἀσιατογενής
English (LSJ)
ές, A of Asian birth, A.Pers.12, Critias6.6D.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
Ἀσιᾱτογενής: -ές, Ἀσιαγενής, Ἀσιατικῆς καταγωγῆς, πᾶσα ἰσχὺς Ἀσιατογενὴς ᾤχωκε Αἰσχύλ. Πέρσ. 12.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
originaire d'Asie, asiatique.
Étymologie: Ἀσία, γένος.
Spanish (DGE)
(Ἀσιᾱτογενής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
originario de Asia ἰσχύς A.Pers.12, Λυδὴ χείρ Critias Eleg.4.5.
Greek Monotonic
Ἀσιᾱτογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει Ασιατική καταγωγή, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
Ἀσιᾱτογενής: Aesch. = Ἀσιαγενής.