παραστρόγγυλος
English (LSJ)
ον, roundish, Apollod.Poliorc.150.8.
German (Pape)
[Seite 500] etwas rund, rundlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραστρόγγῠλος: -ον, ὐποστρόγγυλος, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀρχ. Μαθ. 19.
Greek Monolingual
-ον, Α
λίγο στρογγυλός, υποστρόγγυλος, στρογγυλωπός.