παιδοτόκος
English (LSJ)
ον, favouring child-birth, Εἰλείθυιαι Orac. ap. Phleg. 37 J.
German (Pape)
[Seite 441] Kinder gebärend, Sp., wie Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν τέκνα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 1. ΙΙ. ὁ εὐνοῶν τὴν παιδοτοκίαν ἢ βοηθῶν κατὰ τὸν τοκετόν, Εἰλείθυιαι Χρησμ. παρὰ Φλέγ. σ. 203, 18.
Greek Monolingual
παιδοτόκος, -ον (ΑΜ)
αυτός που γεννά τέκνα
αρχ.
αυτός που βοηθά κατά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -τόκος (< τόκος < τίκτω)].