παιδοτόκος

Revision as of 14:23, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, favouring child-birth, Εἰλείθυιαι Orac. ap. Phleg. 37 J.

German (Pape)

[Seite 441] Kinder gebärend, Sp., wie Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν τέκνα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 1. ΙΙ. ὁ εὐνοῶν τὴν παιδοτοκίαν ἢ βοηθῶν κατὰ τὸν τοκετόν, Εἰλείθυιαι Χρησμ. παρὰ Φλέγ. σ. 203, 18.

Greek Monolingual

παιδοτόκος, -ον (ΑΜ)
αυτός που γεννά τέκνα
αρχ.
αυτός που βοηθά κατά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -τόκος (< τόκος < τίκτω)].