παλεομίσημα

Revision as of 14:24, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ῑ], ατος, τό, (παλεός = παλαιός) ancient object of hate, Tim.Pers.90.

Greek Monolingual

παλεομίσημα, τὸ (Α)
αντικείμενο παλαιού μίσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλεός (βλ. λ. παλαιός) + μίσημα.