περιαυτολογικός
English (LSJ)
ή, όν, boastful, στομφασμός Eust.897.2. Adv. -κῶς Id.1866.28.
Greek Monolingual
-ή, -ό / περιαυτολογικός, -ή, -όν, ΝΜ περιαυτολογία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιαυτολογία, κομπαστικός.
επίρρ...
περιαυτολογικώς και -ά / περιαυτολογικώς και -ά, ΝΜ
με περιαυτολογία, κομπαστικά.