περιαυτολογικός

Revision as of 14:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, boastful, στομφασμός Eust.897.2. Adv. -κῶς Id.1866.28.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιαυτολογικός, -ή, -όν, ΝΜ περιαυτολογία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιαυτολογία, κομπαστικός.
επίρρ...
περιαυτολογικώς και -ά / περιαυτολογικώς και -ά, ΝΜ
με περιαυτολογία, κομπαστικά.