προσεπινέμω
English (LSJ)
in Pass., of a bandage, to be further distributed, Id.18(2).556.
Greek Monolingual
Α
(συν. το παθ.) προσεπινέμομαι
(για επίδεσμο) χρησιμοποιούμαι ακόμη περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπινέμω «διανέμω, διαμοιράζω»].
in Pass., of a bandage, to be further distributed, Id.18(2).556.
Α
(συν. το παθ.) προσεπινέμομαι
(για επίδεσμο) χρησιμοποιούμαι ακόμη περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπινέμω «διανέμω, διαμοιράζω»].