χιμετλιάω
English (LSJ)
have chilblains, ib.37.
German (Pape)
[Seite 1356] wie χειμετλιάω, Frostbeulen od. erfrorene Glieder haben, Diosc.; vgl. Lob. Phryn. 80.
Greek (Liddell-Scott)
χῐμετλιάω: ἔχω χίμετλα, «χιονίστρας», ὡσαύτως χειμετλιάω, Διοσκ. 2. 30.