διτρόχαιος
English (LSJ)
ὁ, double trochee, Heph.3.3, Aristid.Quint.1.22.
Greek (Liddell-Scott)
δῐτρόχαιος: ὁ, διπλοῦς τροχαῖος, Ἡφαιστ. 3. 3.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ métr. doble troqueo Heph.3.3, Aristid.Quint.44.31, Diom.481.5, Donat.370, Mar.Vict.47.27.
Russian (Dvoretsky)
διτρόχαιος: ὁ стих. двойной трохей.