τροχαῖος

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχαῖος Medium diacritics: τροχαῖος Low diacritics: τροχαίος Capitals: ΤΡΟΧΑΙΟΣ
Transliteration A: trochaîos Transliteration B: trochaios Transliteration C: trochaios Beta Code: troxai=os

English (LSJ)

α, ον, (τρόχος)
A running, spinning, πανία (spools) AP6.288 (Leon.).
II τροχαῖος (sc. πούς), ὁ, a trochee or foot consisting of a long and a short syllable (also called χορεῖος), Pl.R. 400b, etc.; used in quick time, Arist.Rh.1408b36, cf. Po.1452b24, and v. τροχερός:—hence,
2 in Music, οἱ σαλπικταὶ τροχαῖόν τι συμβοήσαντες playing a brisk march, D.C.56.22; τροχαῖος νόμος = a tune in trochaic time, invented by Terpander, Plu.2.1132d, cf. Poll.4.65.
3 tribrach, Quint.Inst.9.4.82.
4 τ. σημαντὸς ὁ ἐξ ὀκτασήμου θέσεως καὶ τετρασήμου ἄρσεως (†) Aristid.Quint.1.16; τ. ἀπὸ ἰάμβου ibid.
III τροχαῖα· μέσα ἐν κύβοις, ἢ ὁδός, ὡς Ῥίνθων (Fr.26), Hsch. (perhaps τρόχια and τροχιά).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
propre à la course ; τροχαῖος πούς trochée, pied d'une longue et d'une brève, ou tribraque.
Étymologie: τρόχος.

German (Pape)

laufend, schnell, gew. in der Metrik, ὁ τροχαῖος, sc. πούς, der Trochäus, ein Versfuß, aus einer langen und einer kurzen Silbe bestehend (– ◡), der auch χορεῖος genannt wird, Plat. Rep. III.400b; – οἱ σαλπιγκταὶ τροχαῖόν τι συμβοήσαντες, sie bliesen einen Geschwindmarsch, Suid.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχαῖος -α -ον [τρόχος] rennend, zich snel bewegend; spec. subst. ὁ τροχαῖος de trochee.

Russian (Dvoretsky)

τροχαῖος: II ὁ Plat. = τροχαῖος πούς.
стих. трохеический: τ. πούς Plat. трохеическая стопа, трохей (‒∪).

Greek Monolingual

-α, -ο / τροχαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
(μετρ.) το αρσ. ως ουσ. ο τροχαίος
(ενν. πους) i) μετρικός πόδας της αρχαιότητας που αποτελείται από μία μακρά συλλαβή, τη θέση, και μία βραχεία, την άρση, -∪
ii) (στη νεώτερη ποίηση) μετρικός πόδας που σύγκειται από δύο συλλαβές, μία τονισμένη και μία άτονη
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τροχοφόρα και στην κίνηση τους (α. «τροχαία κίνηση» — η κυκλοφορία κάθε είδους τροχοφόρων οχημάτων
β. «τροχαίο υλικό» — το σύνολο τών σιδηροδρομικών και τροχιοδρομικών οχημάτων μαζί με τα ανταλλακτικά τους)
2. το θηλ. ως ουσ. η Τροχαία
υπηρεσία της Αστυνομίας που ρυθμίζει και εποπτεύει την ομαλή κυκλοφορία τών τροχοφόρων και τών πεζών και ελέγχει τη σωστή τήρηση τών κανόνων οδικής κυκλοφορίας
αρχ.
1. αυτός που πηγαίνει τρέχοντας, ταχύς
2. (μετρ.) το αρσ. ως ουσ. α) είδος γοργού ρυθμού
β) ο τρίβραχυς
γ) μουσ. (για ρυθμική αγωγή) γρήγορος, γοργός («οἱ σαλπιγκταὶ τροχαῖόν τι συμβοήσαντες», Δίων Κάσσ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) τροχαῖα
«μέσα ἐν κύβοις ἢ ὁδὸς ὡς Ῥεύθων»
4. φρ. α) «τροχαῖος σημαντός»
(κατά τον Αριστείδ. Κ.) «ὁ ἐξ ὀκτασήμου θέσεως καὶ τετρασή μου ἄρσεως ∪∪ - -»
β) «τροχαῖος «σφήν» — είδος βασανιστικού οργάνου (Ιώσ.)
γ) «τροχαῖος νόμος» — μελωδία σε τροχαϊκό ρυθμό η οποία επινοήθηκε από τον Τέρπανδρο (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

τροχαῖος: -α, -ον,
I. αυτός που τρέχει, ταχύς, γρήγορος, σε Ανθ.
II. τροχαῖος (ενν. πούς), , πόδας που αποτελείται από μια μακρά και μια βραχεία συλλαβή, ο οποίος ονομάζεται και χορεῖος· χρησιμ. για γρήγορο ρυθμό, σε Πλάτ., Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

τροχαῖος: -α, -ον, (τρόχος) ὁ τρέχων, ταχύς, «τροχαῖα· μέσα ἐν κύβοις: ἢ ὁδός. ὡς Ρίνθων» Ἡσύχ.· τὰ τροχαῖα πανία Ἀνθ. Π. 6. 288. ΙΙ. τροχαῖος (ἐξυπακ. πούς), ὁ, ποὺς συγκείμενος ἐκ μακρᾶς καὶ βραχείας συλλαβῆς, καλούμενος καὶ χορεῖος, πρῶτον ἐν Πλάτ. Πολ. 400Β· ἐν χρήσει ἐπὶ ταχέος ἢ γοργοῦ ῥυθμοῦ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4, πρβλ. Ποιητικ. 12, 7, καὶ ἴδε τροχερός· - ὅθεν, 2) ἐν τῇ Μουσικῇ, οἱ σαλπιγκταὶ τροχαῖόν τι συμβοήσαντες, σαλπίσαντες γοργόν τι ἐμβατήριον, Δίων Κ. 56. 22· τρ. νόμος, μελῳδία ἐν τροχαϊκῷ ῥυθμῷ εὑρεθεῖσα ὑπὸ τοῦ Τερπάνδρου, Πλούτ. 2. 1132D, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 65, 73. 3) τρίβραχυς, Quintil. 9. 4, 82. ΙΙΙ. τρ. σφήν, ὄργανον βασανιστήριον, Ἰωσήπου Μακκ. 11, πρβλ. τροχὸς ΙΙ. 4.

Middle Liddell

I. running, tripping, Anth.
II. τροχαῖος (sc. πούσ), a trochee or foot consisting of a long and short syllable, used in quick time, Plat., Arist.

Wikipedia EN

In poetic metre, a trochee (/ˈtroʊkiː/), choree (/ˈkɔːriː/), or choreus, is a metrical foot consisting of a stressed syllable followed by an unstressed one, in English, or a heavy syllable followed by a light one in Latin or Greek (also described as a long syllable followed by a short one). In this respect, a trochee is the reverse of an iamb.

The adjective form is trochaic. The English word trochee is itself trochaic since it is composed of the stressed syllable /ˈtroʊ/ followed by the unstressed syllable /kiː/.

Trochee comes from French trochée, adapted from Latin trochaeus, originally from the Greek τροχός (trokhós), "wheel", from the phrase trokhaios pous, literally "running foot"; it is connected with the word τρέχω trékhō, "I run". The less-often used word choree comes from χορός, khorós, "dance"; both convey the "rolling" rhythm of this metrical foot. The phrase was adapted into English in the late 16th century.

There was a well-established ancient tradition that trochaic rhythm is faster than iambic. When used in drama it is often associated with lively situations. One ancient commentator notes that it was named from the metaphor of people running (ἐκ μεταφορᾶς τῶν τρεχόντων) and the Roman metrician Marius Victorinus notes that it was named from its running and speed (dictus a cursu et celeritate).

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

als: trochäus; be_x_old: харэй; be: харэй; bg: хорей; ca: troqueu; cs: trochej; cv: хорей; da: trokæ; de: Trochäus; en: trochee; eo: trokeo; es: troqueo; et: trohheus; ext: troqueu; fi: trokee; fr: trochée; gan: 強弱格; gl: troqueo; hu: trocheus; hy: քորեյ; ia: trocheo; io: trokeo; is: fallandi tvíliður; it: trocheo; ja: トロキー; ka: ქორე; la: trochaeus; nl: trochee; nn: troké; no: troké; pl: trochej; pt: troqueu; ro: troheu; ru: хорей; sh: trohej; sk: trochej; sl: trohej; sr: trohej; sv: troké; uk: хорей; zh: 扬抑格