κατολοφύρομαι

Revision as of 01:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ῡ], aor. 1 -ωλοφῡράμην Diog.Oen.1:—bewail, c.acc., E.IT644 (lyr.), X.Cyr.7.3.16; τινῶν τὸν βίον Diog.Oen.l.c.; κ. πολλὰ ἑαυτόν D.H.5.12: abs., E.Or.339 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1403] med., bejammern; τινά, Eur. I. T. 642; Xen. Cyr. 7, 3, 16 u. öfter bei Sp., wie Pol. 4, 54, 4; πολλὰ ἑαυτόν D. Hal. 5, 12.

Greek (Liddell-Scott)

κατολοφύρομαι: ἀποθ., θρηνῶ, ὀδύρομαι διά τινα, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ὀρ. 339, Ι. Τ. 642, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 13· πολλὰ κατολοφυρόμενος ἑαυτὸν Διον. Ἁλ. 5. 12.

French (Bailly abrégé)

se lamenter sur, acc..
Étymologie: κατά, ὀλοφύρομαι.

Greek Monolingual

κατολοφύρομαι (Α)
κλαίω γοερώς, θρηνώ, οδύρομαιπολλάκις ἀνοιμώξαντες καὶ κατολοφυράμενοι τήν τε τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἑαυτῶν τύχην», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀλοφύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι, βογκώ»].

Greek Monotonic

κατολοφύρομαι: αποθ., θρηνώ, με αιτ., σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατολοφύρομαι: (ῡ) предаваться скорби, оплакивать (τινα и τι Eur., Xen., Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ολοφύρομαι bejammeren.

Middle Liddell

Dep. to bewail, c. acc., Eur., Xen.