κοιτωνοφύλαξ

Revision as of 02:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, guardian of the bed-chamber, Apion ap. Hsch. s.v. θαλαμηπόλος.

German (Pape)

[Seite 1471] ακος, ὁ, Wächter des Schlafzimmers, Hesych. v. θαλαμηπόλος.

Greek (Liddell-Scott)

κοιτωνοφύλαξ: -ᾰκος, ἡ, «ἡ τοῦ θαλάμου ἐπιμελουμένη» Ἡσύχ. ἐν λ. θαλαμηπόλος.

Greek Monolingual

κοιτωνοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
φύλακας του κοιτώνα, θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτών + φύλαξ (πρβλ. αρχειοφύλαξ, θαλαμοφύλαξ)].