λιπαρητέον

Revision as of 03:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

one must be importunate, X.Ap.23.

Greek (Liddell-Scott)

λῑπαρητέον: πρέπει τις νὰ ἱκετεύσῃ ἐπιμόνως, Ξεν. Ἀπολ. 23.

Greek Monotonic

λῑπαρητέον: ρημ. επίθ. του λιπαρέω, πρέπει να ικετεύσουμε επίμονα, να γίνουμε ενοχλητικοί, σε Ξεν.