μαλακόκισσος

Revision as of 03:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, = μῖλαξ λεία, Gp.2.6.31.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόκισσος: ὁ, εἶδος κισσοῦ λείου ἢ περιπλοκάδος, Γεωπ. 2. 6, 31.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
grand liseron plante, autre nom du σμῖλαξ λεῖα.
Étymologie: μαλακός, κισσός.

Greek Monolingual

μαλακόκισσος, ὁ (Μ)
το φυτό σμίλαξ η λεία.