μηχανουργός

Revision as of 04:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, architect, τοῦ δόμου APl.5.382.

German (Pape)

[Seite 181] = μηχανοποιός, Ep. in athl. stat. 36 (Plan. 382).

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνουργός: -όν, (*ἔργω) = μηχανοποιός, Ἀνθ. Πλαν. 382.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μηχανουργός)
νεοελλ.
αυτός που είναι ειδικευμένος στην κατασκευή ή και στην επισκευή μηχανών

Greek Monotonic

μηχᾰνουργός: -όν (*ἔργω), = μηχανοποιός, σε Ανθ.

Middle Liddell

μηχᾰν-ουργός, όν [*ἔργω = μηχανοποιός, Anth.]