ἐντεκταίνομαι

Revision as of 06:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

build or fix in, v.l. for ἐκ-, Hp.Art.47, cf. Apollon. Cit. adloc.

German (Pape)

[Seite 854] med., darin erbauen, πύργους Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεκταίνομαι: ἀποθ., ἐμπήγνυμι, ἐμπήγω ἢ προσαρμόζω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813.

Spanish (DGE)

encajar, ajustar en ἐν αὐτῷ τῷ ξύλῳ τὰς φλιὰς τῶν ὀνίσκων ἐντεκτηνάμενον Hp.Art.47, τεῖχος ἤγειρεν ὑψηλὸν καὶ ξυλίνους πύργους ἐνετεκτήνατο I.BI 1.99
fig. τὴν ἀνθρωπίνην φωνὴν ὁ Θεὸς τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων ἐνετεκτήνατο Gr.Nyss.Hom.in Cant.235.3, cf. Hom.in Eccl.320.13.

Greek Monolingual

ἐντεκταίνομαι (Α)
1. προσαρμόζω, σφηνώνω
2. χτίζω, οικοδομώ.