ἐντρυλλίζω
English (LSJ)
or ἐντρῠγ-τρῡλίζω, whisper in one's ear, Ar.Th.341; term used in quail-baiting, Poll.9.109.
German (Pape)
[Seite 859] auch ἐντρυλίζω geschrieben, einflüstern, zuraunen, τινί τι, Ar. Th. 341.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρυλλίζω: ἢ ἐντρῡλίζω, ψιθυρίζω εἰς τὸ οὖς τινος, ἢ δούλη τινὸς προαγωγὸς οὗσ’ ἐνετρύλισεν τῷ δεσπότῃ Ἀριστοφ. Θεσμοφ. 341.
Greek Monolingual
ἐντρυλλίζω και ἐντρυλίζω (Α)
φωνάζω ή ψιθυρίζω στο αφτί κάποιου.