ἀμβοειδής

Revision as of 09:52, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, like an ἄμβων, protuberant, Heliod. ap. Orib.49.8.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβοειδής: -ές, = ὡς ἄμβων, κεκυρτωμένος, προεξέχων, Ὀρειβάσ. σ. 133 Μαι.

Spanish (DGE)

-ές saliente, protuberante μέρος Heliod. en Orib.49.9.7.

Greek Monolingual

ἀμβοειδής, -ές (Α)
αυτός που προεξέχει, κυρτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβη «ό,τι προεξέχει, εξόγκωμα» + -ειδής < εἶδος.