τετράστομος

Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, four-edged, πέλεκυς Gal.2.643.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Mündungen, Tzetz.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερα στόματα
2. αυτός που έχει τέσσερεις αιχμές, τέσσερεις κόψεις («τετράστομος πέλεκυς», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. πεντά-στομος].